- Αἰσωπείων
- Αἰσώπειοςof Aesopfem gen plΑἰσώπειοςof Aesopmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίσωπος — I (7ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας, ο θεωρούμενος πατέρας της μυθογραφίας. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι αβέβαιες· προέρχονται από μια μυθιστορηματική βιογραφική παράδοση –την οποία συνόδευαν και μύθοι– που τοποθετείται στον 6ο αι. π.Χ.… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
Βαβρίας ή Βάβριος — (2ος αι. μ.Χ.). Ιταλιώτης μυθογράφος. Έζησε στη Συρία και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι έγραψε έμμετρους μύθους σε δέκα βιβλία, χρησιμοποιώντας τον τρίμετρο ιαμβικό στίχο. Τον 9ο αι., ο Ιγνάτιος ο διάκονος παρέφρασε 53 μυθιάμβους του Β. και από τη … Dictionary of Greek
Ιγνάτιος — I (Κωνσταντινούπολη 798; – 877). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (846 858, 867 877) και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ A’ του Ραγκαβέ και το κοσμικό όνομά του ήταν Νικήτας. Δέχτηκε το μοναχικό σχήμα σε ηλικία… … Dictionary of Greek